- βόησον
- βόησον s. βοάω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
βοῆσον — βοάω cry aloud fut part act masc voc sg (attic ionic) βοάω cry aloud fut part act neut nom/voc/acc sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόησον — βοάω cry aloud aor imperat act 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)